ultracrepidarian

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ultracrepidarian < ultra + crepidam

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌʌltrəˌkrɛpɪˈdɛəriən/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ultracrepidarian (en)

  1. αναφέρεται ή χαρακτηρίζει ένα άτομο που κριτικάρει, κρίνει, δίνει συμβουλή ή προσβάλει έξω απο τον χώρο της ειδίκευσης του χωρίς πραγματικά να ξέρει τι κάνει.
  2. ένα τυχάρπαστο άτομο.