ultrasensible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ultrasensible < ultra- + sensible

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ultrasensible ultrasensibles

ultrasensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό