unacceptable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unacceptable (en)
- απαράδεκτος, μη αποδεκτός
unacceptable (en)