unacceptable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unacceptable |
συγκριτικός | more unacceptable |
υπερθετικός | most unacceptable |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- unacceptable < un- + acceptable
Επίθετο
[επεξεργασία]unacceptable (en)
- απαράδεκτος, μη αποδεκτός
- ↪ They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.
- Καταδικάζουν την απαράδεκτη κατάρριψη πολεμικού αεροσκάφους.
- ↪ They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.