unambiguously
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unambiguously |
συγκριτικός | more unambiguously |
υπερθετικός | most unambiguously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- unambiguously < unambiguous + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]unambiguously (en)
- ξεκάθαρα, με τρόπο που το νόημα είναι σαφές και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο με έναν τρόπο
- ⮡ I told him unambiguously what opinion I had of him.
- Του είπα ξεκάθαρα τι γνώμη είχα γι' αυτόν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ⮡ I told him unambiguously what opinion I had of him.