unanimously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unanimously |
συγκριτικός | more unanimously |
υπερθετικός | most unanimously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]unanimously (en)
- ομόφωνα
- ⮡ The proposal was unanimously accepted.
- Η πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή.
- ⮡ The proposal was unanimously accepted.