unanswered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unanswered (en) (χωρίς παραθετικά)
- αναπάντητος, χωρίς απάντηση
- ↪ The question remained unanswered.
- H ερώτηση έμεινε χωρίς απάντηση.
- ↪ The question remained unanswered.