unarguable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ʌnˈɑːɡjʊəb(ə)l/

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος, αδιάσειστος, ατράνταχτος
  2. μη συζητήσιμος άνθρωπος, κολλημένο κεφάλι