Μετάβαση στο περιεχόμενο

uncial

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
(1) uncial < (λόγιο δάνειο) λατινική uncia· συναντάται από το 1650
(2) uncial < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική unciales litterae

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncial (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncial (en)

  • (τυπογραφία) σχετικός με το μεγαλογράμματο είδος γραφής που χρησιμοποιούσε ευδιάκριτα στρογγυλευμένα κεφαλαία γράμματα και ήταν σε χρήση από τον Δ΄ έως τον Θ΄ αιώνα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

uncial (en)

  1. η μεγαλογράμματη γραφή
  2. ένα γράμμα αυτής της γραμμής
  3. ένα χειρόγραφο με αυτή τη γραφή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]