uncial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- (1) uncial < (λόγιο δάνειο) λατινική uncia· συναντάται από το 1650
- (2) uncial < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική unciales litterae
Επίθετο[επεξεργασία]
uncial (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
uncial (en)
- (τυπογραφία) σχετικός με το μεγαλογράμματο είδος γραφής που χρησιμοποιούσε ευδιάκριτα στρογγυλευμένα κεφαλαία γράμματα και ήταν σε χρήση από τον Δ΄ έως τον Θ΄ αιώνα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
uncial (en)
- η μεγαλογράμματη γραφή
- ένα γράμμα αυτής της γραμμής
- ένα χειρόγραφο με αυτή τη γραφή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- uncial - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022