Μετάβαση στο περιεχόμενο

uncomfortable

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός uncomfortable
συγκριτικός more uncomfortable
υπερθετικός most uncomfortable

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncomfortable < un- + comfortable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʌnˈkʌmf.tə.bəl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncomfortable (en)

  • άβολος
      an uncomfortable chair - άβολη καρέκλα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]