Μετάβαση στο περιεχόμενο

uncorrected

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncorrected < un- + corrected

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncorrected (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αδιόρθωτος, που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
    παράδειγμα  The teacher has left our exams uncorrected for so long now.
    Ο δάσκαλος έχει αφήσει τα διαγωνίσματά μας αδιόρθωτα τόσο καιρό τώρα.