uncorrected
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]uncorrected (en) (χωρίς παραθετικά)
- αδιόρθωτος, που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
The teacher has left our exams uncorrected for so long now.
- Ο δάσκαλος έχει αφήσει τα διαγωνίσματά μας αδιόρθωτα τόσο καιρό τώρα.