Μετάβαση στο περιεχόμενο

underarm

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
underarm underarms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
underarm < under + arm

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

underarm (en)