underlie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
underlie (en)
- αποτελώ το υπόβαθρο, αποτελώ τη βάση, θεμελιώνω
- βρίσκομαι από κάτω