undertake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | undertake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | undertakes |
αόριστος | undertook |
παθητική μετοχή | undertaken |
ενεργητική μετοχή | undertaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]undertake (en)