Μετάβαση στο περιεχόμενο

uneasy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός uneasy
συγκριτικός uneasier / more uneasy
υπερθετικός uneasiest / most uneasy

Επίθετο

[επεξεργασία]

uneasy (en)

  1. ανήσυχος
      He seems uneasy.
    Φαίνεται ανήσυχος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nervous
  2. ασταθής
  3. άβολος, αμήχανος