unequivocally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unequivocally < unequivocal
Επίρρημα[επεξεργασία]
unequivocally (en)
- χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο όμοιο
- ξεκάθαρα, χωρίς περιθώρια για άλλη ερμηνεία ή αντίρρηση, κατηγορηματικά