unerupted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

unerupted

  • που δεν εμφανίζεται/δεν σκάει μύτη/δεν εκδηλώνεται