unfaithful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unfaithful < un- + faithful

Επίθετο[επεξεργασία]

unfaithful (en)

  1. άπιστος (χωρίς θρησκευτική πίστη)
  2. άπιστος (μοιχός)
  3. που δεν δείχνει καλή πίστη
  4. άτιμος
  5. (για μετάφραση) μη πιστός

Συγγενικά[επεξεργασία]