unfaithful
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]unfaithful (en)
- άπιστος (χωρίς θρησκευτική πίστη)
- άπιστος (μοιχός)
- που δεν δείχνει καλή πίστη
- άτιμος
- (για μετάφραση) μη πιστός