unfaithful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unfaithful (en)
- άπιστος (χωρίς θρησκευτική πίστη)
- άπιστος (μοιχός)
- που δεν δείχνει καλή πίστη
- άτιμος
- (για μετάφραση) μη πιστός