unifamilial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | unifamilial | unifamiliaux |
θηλυκό | unifamiliale | unifamiliales |
unifamilial (fr)
- (Κεμπέκ), (Βέλγιο) σχετικός με κατοικία όπου στεγάζεται μία μόνο οικογένεια
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη famille