uniformité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- uniformité < δημώδης λατινική uniformitas < uniformis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
uniformité | uniformités |
uniformité (fr)θηλυκό
- η ομοιομορφία, η ομοιότητα