uniquely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- uniquely < unique
Επίρρημα[επεξεργασία]
uniquely (en)
- κατά μοναδικό τρόπο, εξαιρετικά