univalve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
univalve | univalves |
Επίθετο[επεξεργασία]
univalve (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει μια μόνο βαλβίδα
ενικός | πληθυντικός |
univalve | univalves |
univalve (fr) αρσενικό ή θηλυκό