Μετάβαση στο περιεχόμενο

universale

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
universale universali

Επίθετο

[επεξεργασία]

universale (it)

  1. παγκόσμιος
  2. καθολικός, γενικός