universitato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- universitato < universitat + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | universitato | universitatoj |
αιτιατική | universitaton | universitatojn |
universitato (eo)
- το πανεπιστήμιο