unlimited
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unlimited (en) (χωρίς παραθετικά)
- απεριόριστος
- ⮡ He has unlimited resources.
- Έχει απεριόριστα μέσα.
- ⮡ He has unlimited resources.