unmovable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | unmovable |
| συγκριτικός | more unmovable |
| υπερθετικός | most unmovable |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]unmovable (en)
- αμετακίνητος, που δεν μπορεί να κινηθεί