unquote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό, Ρήμα[επεξεργασία]
unquote (en)
αποσπάραγμα, αποσπαράσσω, αποσπαράζω:
- λέξη που μαρκάρει το τέλος σπαράγματος/αυτούσιας μεταφοράς λόγων
unquote (en)
αποσπάραγμα, αποσπαράσσω, αποσπαράζω: