unraveling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
unraveling | unravelings |
unraveling (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
unraveling (en)
ενικός | πληθυντικός |
unraveling | unravelings |
unraveling (en)
unraveling (en)