unrest
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η αναταραχή, πολιτική κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι και πιθανόν να διαμαρτυρηθούν ή να αγωνιστούν
Large inequalities in wealth cause social unrest.
- Οι μεγάλες ανισότητες πλούτου προκαλούν κοινωνική αναταραχή.