Μετάβαση στο περιεχόμενο

unrest

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unrest < un- + rest

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unrest (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αναταραχή, πολιτική κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι και πιθανόν να διαμαρτυρηθούν ή να αγωνιστούν
    παράδειγμα  Large inequalities in wealth cause social unrest.
    Οι μεγάλες ανισότητες πλούτου προκαλούν κοινωνική αναταραχή.