Μετάβαση στο περιεχόμενο

unsuspectingly

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός unsuspectingly
συγκριτικός more unsuspectingly
υπερθετικός most unsuspectingly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unsuspectingly < unsuspecting + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unsuspectingly (en)

  • ανύποπτα
    παράδειγμα  He was strolling along unsuspectingly when he was attacked.
    Βάδιζε ανύποπτα, όταν δέχτηκε την επίθεση.