untangle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | untangle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | untangles |
αόριστος | untangled |
παθητική μετοχή | untangled |
ενεργητική μετοχή | untangling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
untangle (en)
- ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
- ↪ I untangle a ball of wool that had been tangled.
- Ξεμπερδεύω ένα κουβάρι μαλλί που είχε μπλεχτεί.
- ≈ συνώνυμα: disentangle
- ≠ αντώνυμα: tangle
- ↪ I untangle a ball of wool that had been tangled.