untangling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
untangling | untanglings |
untangling (en)
- ξετύλιγμα
- ≈ συνώνυμα: unravelling (βρετανικό), unraveling (ΗΠΑ)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
untangling (en)