Μετάβαση στο περιεχόμενο

untangling

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
untangling untanglings

untangling (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

untangling (en)