unten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

unten (de)

  • κάτω (=στο κάτω πάτωμα)
    er ist unten - είναι κάτω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]