unterstützen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unterstützen (de)
- υποστηρίζω, συμπαραστέκομαι
- υποβοηθώ οικονομικά