Μετάβαση στο περιεχόμενο

untidy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός untidy
συγκριτικός untidier
υπερθετικός untidiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
untidy < un- + tidy

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

untidy (en)

  1. ακατάστατος, που δε βρίσκεται σε τάξη
      an untidy room - ακατάστατο δωμάτιο
  2. ακατάστατος, για άτομο που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη
      an untidy man - ακατάστατος άνθρωπος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]