untrained
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
untrained (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανεκπαίδευτος, αγύμναστος
- ↪ His body is untrained, flabby.
- Το σώμα του είναι αγύμναστο, πλαδαρό.
- ↪ His body is untrained, flabby.