unusually
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]unusually (en)
- πάρα πολύ, χρησιμοποιείται πριν από τα επίθετα για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη ιδιότητα είναι μεγαλύτερη από την κανονική
- ασυνήθιστα, για μια συγκεκριμένη κατάσταση που δεν είναι φυσιολογική ή αναμενόμενη
- ⮡ He is unusually kind today. What’s the matter with him?
- Είναι ασυνήθιστα ευγενικός σήμερα. Τι έπαθε;
- ≈ συνώνυμα: abnormally, atypically, exceptionally, extraordinarily, irregularly, strangely και unnaturally
- ⮡ He is unusually kind today. What’s the matter with him?