unusually
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
unusually (en)
- ασυνήθιστα
- ↪ He is unusually kind today. What’s the matter with him?
- Είναι ασυνήθιστα ευγενικός σήμερα. Τι έπαθε;
- ≈ συνώνυμα: extraordinarily, → και δείτε τη λέξη extremely
- ↪ He is unusually kind today. What’s the matter with him?