unveil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unveil < (κληρονομημένο) μέση αγγλική *unveilen. Αναλύεται σε un- + veil
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unveil
- (μεταβατικό) (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βγάζω το πέπλο, το κάλυμμα που σκεπάζει κάτι· ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω κάτι κρυμμένο·
- (μεταβατικό) παρουσιάζω στους άλλους κάτι (ιδίως για πρώτη φορά)
- (αμετάβατο) αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι (βγάζω αυτό που με καλύπτει, που με κρύβει)