unverbindlich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unverbindlich (de)
- που γίνεται χωρίς υποχρέωση
Επίρρημα[επεξεργασία]
unverbindlich (de)
- χωρίς υποχρέωση
- testen Sie es unverbindlich - δοκιμάστε το χωρίς (καμία) υποχρέωση