unwavering
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unwavering |
συγκριτικός | more unwavering |
υπερθετικός | most unwavering |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- ακλόνητος, που δεν αλλάζει ούτε αδυνατίζει με κανέναν τρόπο
- ⮡ with unwavering dedication/determination - με ακλόνητη αφοσίωση/αποφασιστικότητα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising