Μετάβαση στο περιεχόμενο

unwilling

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός unwilling
συγκριτικός more unwilling
υπερθετικός most unwilling

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unwilling < un- + willing

Επίθετο

[επεξεργασία]

unwilling (en)

  • απρόθυμος
      unwilling to work - απρόθυμος για δουλειά
      He seemed unwilling to join us.
    Φαινόταν απρόθυμος να έρθει μαζί μας.
     συνώνυμα:  loath και reluctant

Σύνθετα

[επεξεργασία]