unyielding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- αδιάλλακτος
- ⮡ He is unyielding in his demands.
- Είναι αδιάλλακτος στις απαιτήσεις του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising
- ⮡ He is unyielding in his demands.