up-to-date
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌʌp tə ˈdeɪt/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
up-to-date (en)
- τρέχων, πρόσφατος, επικαιροποιημένος, τελευταίος
- ενημερωμένος για τα τελευταία νέα ή τις εξελίξεις