upcoming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία en
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]upcoming (en) (χωρίς παραθετικά)
- επικείμενος, επερχόμενος, που (σύντομα) πρόκειται να συμβεί-γίνει
Αναφορές
[επεξεργασία]- http://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/upcoming
- upcoming - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- http://www.thefreedictionary.com/upcoming