Μετάβαση στο περιεχόμενο

upcoming

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]
upcoming < up + coming

Επίθετο

[επεξεργασία]

upcoming (en) (χωρίς παραθετικά)

  • επικείμενος, επερχόμενος, που (σύντομα) πρόκειται να συμβεί-γίνει
      Footage from the upcoming comedy shows the actress in her signature role.
    Πλάνα από την επερχόμενη κωμωδία δείχνουν τη ηθοποιό στον χαρακτηριστικό της ρόλο.
     συνώνυμα: forthcoming