upload
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
upload | uploads |
upload (en)
- το ανέβασμα (η επιφόρτωση) ενός αρχείου στο διαδίκτυο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | upload |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uploads |
αόριστος | uploaded |
παθητική μετοχή | uploaded |
ενεργητική μετοχή | uploading |
upload (en)
- (πληροφορική) ανεβάζω (επιφορτώνω) ένα αρχείο ή γενικότερα δεδομένα στο διαδίκτυο