uppermost
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο 1
[επεξεργασία]uppermost (en) πρίν από ουσιαστικό
- (σπάνιο) υπερθετικός βαθμός του upper: που βρίσκεται πιο ψηλά
- ⮡ the uppermost shelves - τα ράφια που είναι πιο ψηλά
Επίθετο 2
[επεξεργασία]uppermost (en) όχι απαραίτητα πρίν από ουσιαστικό
- (σπάνιο) ο πιο σημαντικός
- ⮡ uppermost in my priorities - το πιο σημαντικό στις προτεραιότητές μου
Επίρρημα
[επεξεργασία]uppermost (en)
- υπερθετικός βαθμός του upper
Πηγές
[επεξεργασία]- (επίθετο) uppermost, (επίρρημα) uppermost - Oxford Learner's Dictionaries