uproar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο θόρυβος, μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι φωνάζουν και κάνουν πολύ θόρυβο επειδή είναι θυμωμένοι για κάτι
- ↪ The meeting ended in an uproar.
- Η συνεδρίαση τελείωσε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο θορύβου.
- ↪ The meeting ended in an uproar.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- uproar - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 377. ISBN 9780194325684., λήμμα: θόρυβος