upstanding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | upstanding |
συγκριτικός | more upstanding |
υπερθετικός | most upstanding |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- χρηστός, έντιμος, που συμπεριφέρεται με ηθικό και έντιμο τρόπο
- ⮡ The school molds upstanding citizens.
- Το σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες.
- ⮡ an upstanding woman - έντιμη γυναίκα
- ≈ συνώνυμα: upright, → και δείτε τη λέξη respectable
- ⮡ The school molds upstanding citizens.