urbanist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]urbanist (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του urbanist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un urbanist | urbanistul | nişte urbaniști | urbaniștii |
γενική | a unui urbanist | urbanistului | a unor urbaniști | urbaniștilor |
δοτική | a unui urbanist | urbanistului | a unor urbaniști | urbaniștilor |
αιτιατική | un urbanist | urbanistul | nişte urbaniști | urbaniștii |
κλητική | — | - | — | - |