urteko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

urteko (eu)

  • πληθυντικός του urte