used
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | used |
συγκριτικός | more used |
υπερθετικός | most used |
used (en)
- χρησιμοποιημένος
- ↪ These clothes are used.
- Αυτά τα ρούχα είναι χρησιμοποιημένα.
- ↪ These clothes are used.
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
used (en)
- (αμετάβατο, modal verb) → δείτε το ρήμα used to
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
used (en)